κοσμικός — of the world masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοσμικός — ή, ό (ΑM κοσμικός, ή, όν) [κόσμος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κόσμο, στο σύμπαν (α. [στην πυθαγόρεια φιλοσοφία] «κοσμική μουσική» το σύνολο τών διακεχυμένων στο σύμπαν αρμονιών β. «τ οὐρανοῡ δὲ καὶ τῶν κοσμικῶν πάντων», Αριστοτ.) 2.… … Dictionary of Greek
κοσμικός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κόσμο: Το σύγγραμμμα αυτό αναφέρεται στο κοσμικό σύστημα. 2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στις καλές τάξεις της κοινωνίας: Τη χαρακτηρίζουν κοσμικοί τρόποι. 3. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κοσμικά — κοσμικός of the world neut nom/voc/acc pl κοσμικά̱ , κοσμικός of the world fem nom/voc/acc dual κοσμικά̱ , κοσμικός of the world fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοσμικώτερον — κοσμικός of the world adverbial comp κοσμικός of the world masc acc comp sg κοσμικός of the world neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοσμικωτέρων — κοσμικός of the world fem gen comp pl κοσμικός of the world masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοσμικῶν — κοσμικός of the world fem gen pl κοσμικός of the world masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοσμικόν — κοσμικός of the world masc acc sg κοσμικός of the world neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοσμικαῖς — κοσμικός of the world fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοσμικαί — κοσμικός of the world fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοσμικοῖς — κοσμικός of the world masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)